αρνησιθρησκία

αρνησιθρησκία
η
το να αρνιέται κανείς τη θρησκεία του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρνησιθρησκία — η το να αρνείται κάποιος τη θρησκεία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρνησίθρησκος (πρβλ. ανεξιθρησκία). Η λ. μαρτυρείται στον Κωνσταντίνο Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • εξωμοσία — Πανηγυρική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του θέση. Η ε. ως θρησκευτική πράξη του χριστιανισμού είναι γνωστή από τον 5o αι. Τότε, η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο ότι για να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • σταυροπατία — ἡ, Μ [σταυροπάτης] η καταπάτηση τού σταυρού, η αρνησιθρησκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”